- λήδανο
- το (Α λήδανον)1. βλ. λαύδανο2. αρωματική κομμεορητίνη που λαμβάνεται από ορισμένα είδη κίστου, κοινώς γνωστά ως λαδανιά, και η οποία χρησιμοποιούνταν στην ιατρική και ως θυμίαμα, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη σαπωνοποιία.
Dictionary of Greek. 2013.